- φύλακος
- φύλακος = φύλαξ, pl., Il. 24.566†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
φυλακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύλακος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακος — φύλαξ watcher masc gen sg φυλακός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακος — άκου, ὁ, Α (επικ. και ιων. τ.) φύλακας, φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. φύλαξ*, με μετάσταση στη θεματική κλίση, ο οποίος απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στον τ. purako. Η λ. χρησιμοποιείται και ως ανθρωπωνύμιο] … Dictionary of Greek
φυλακοί — φυλακός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακούς — φυλακός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάκοιο — Φύλακος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάκοιο — φυλακός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάκοις — Φύλακος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάκοις — φυλακός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυλάκου — Φύλακος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)